top of page
Search

Συνέντευξη με τον Παναγιώτη Παπαϊωάννου: Μεταξύ νόμου και Εγκληματολογίας - η προσωπική του πορεία και οι εμπειρίες του

  • theonidrakou
  • 5 days ago
  • 11 min read

Updated: 4 days ago

ree

Η εγκληματολογία στην Ελλάδα παραμένει ένα πεδίο γεμάτο παρανοήσεις, προκαταλήψεις και αναπάντητα ερωτήματα. Ανάμεσα στη θεωρία, την πράξη και την αμφιλεγόμενη θέση της μέσα στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, λίγοι μπορούν να μιλήσουν με πραγματική γνώση και εμπειρία δεκαετιών.

Στην συνέντευξη αυτή, είχα την τιμή να συνομιλήσω με τον κ. Παναγιώτη Παπαϊωάννου, Δρ. Εγκληματολογίας, μαχόμενο δικηγόρο & συγγραφέα.

Με σαφήνεια και ειλικρίνεια ο κ. Παπαϊωάννου ανοίγει τη συζήτηση γύρω από ζητήματα που συχνά παραβλέπονται: πως λειτουργεί το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και, κυρίως, τι πραγματικά σημαίνει εγκληματολόγος στην Ελλάδα.


  • Τι σας ώθησε να ακολουθήσετε τον δρόμο της εγκληματολογίας πέρα από τη νομική επιστήμη;

Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία αυτής της συνέντευξης, με τιμάτε.

Νιώθω την υποχρέωση να αποσαφηνίσω ορισμένα πράγματα, καθώς με ενοχλεί να γνωρίζω ότι ο κόσμος έχει λανθασμένη αντίληψη για ειδικότητες, ρόλους και ιδιότητες και να επικρατεί γύρω από αυτή την άγνοια ή την σύγχυση μια ύποπτη σιωπή. Δεν υπάρχει «δρόμος» εγκληματολογίας, δεν είναι «επάγγελμα» το «εγκληματολόγος», ούτε και στο κοντινό μέλλον θα γίνει στην Ελλάδα.

Είναι ένα πτυχίο (μόνον μεταπτυχιακό) το οποίο κανείς στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης δεν επιθυμεί να του αναγνωρίσει ειδικότητα και να το αξιοποιήσει.

Στην Ελλάδα, η ακαδημαϊκή πλευρά της εγκληματολογίας έχει περιορίσει το πολυσύνθετο αυτό αντικείμενο σε μια στείρα, φιμωμένη, θεωρητική «ειδικότητα».

Σε εξωπανεπιστημιακό επίπεδο τον όρο εγκληματολόγος προσπαθούν να τον σφετεριστούν ειδικοί ή εμπειρογνώμονες άλλων επιστημών ή πρακτικών (ψυχολόγοι, πραγματογνώμονες, βαλλιστικοί, ειδικοί ψηφιακών ιχνών), διατεινόμενοι ότι εγκληματολογία είναι μόνον η δική τους μετρήσιμη, εφαρμοσμένη προσέγγιση και ότι πέραν αυτής τα υπόλοιπα είναι «θεωρητικολογίες» που δεν έχουν απτό αποτέλεσμα.

Η αστυνομία δεν θέλει τον εγκληματολόγο, γιατί «αυτή ξέρει καλύτερα» (άλλο αν δεν τηρεί κανένα πρωτόκολλο σε μεγάλο ποσοστό υποθέσεων. Η δικαιοσύνη δεν θέλει τον εγκληματολόγο να υποβάλει στο δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο τεκμηριωμένη έκθεση για την πιθανότητα υποτροπής για έναν δράστη (λ.χ. έναν παιδεραστή, ή κάποιον που έχει χτυπήσει πέντε φορές την γυναίκα του) γιατί θεωρεί ότι «δεν θα της υπαγορεύσει κάποιος την ηθική κρίση» κατά την οποία έχει το δικαίωμα να δικαιοδοτεί. Το υπουργείο δεν θέλει τους εγκληματολόγους να υποδεικνύουν με στοιχεία ποιες είναι οι ανάγκες σχεδιασμού της αντεγκληματικής πολιτικής, ανάλογα με το είδος της εγκληματικότητας διαφόρων περιοχών της χώρας, γιατί όλα τα καλύπτει με μια αυστηροποίηση νόμου. Προσωπικά διατελώ εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες μαχόμενος δικηγόρος που ασχολείται με το ποινικό δίκαιο (όχι κατ’ αποκλειστικότητα, καθώς ο μαχόμενος καλείται να έχει σφαιρική άποψη για τα συμπλεκόμενα δικαιοστάσια) και η επιστημονική μου κατεύθυνση στην εγκληματολογία είναι αυτή της εφαρμοσμένης, συστημικής και κριτικής εγκληματολογίας, της προσανατολισμένης, δε, στην αποκατάσταση του θύματος χωρίς εκπτώσεις στα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Σε αντίθεση με διάφορους εγκληματολόγους εντός και εκτός εισαγωγικών, μιλάω γνωρίζοντας το αντικείμενο για το οποίο μιλάω, τις ανάγκες και τα προβλήματα αστυνομίας, δικαστηρίων, εισαγγελιών και φυλακών. Όταν τοποθετούμαι, το κάνω για να μην επικεντρώνεται το ενδιαφέρον του κοινού σε εύκολες απαντήσεις, σε δημοφιλείς πλάνες του τύπου «ο δράστης ήταν ψύχραιμος κατά την προσαγωγή του» και «ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης». Προσπαθώ συνειδητά να είμαι πρακτικός και αναλυτικός, κι όποιος καταλάβει. Ευτυχώς, παίρνω καλό feedback.


  • Στην επαγγελματική σας διαδρομή, υπάρχει μια στιγμή ή μια υπόθεση που θεωρείτε καθοριστική για τον τρόπο που βλέπετε το έγκλημα και τη δικαιοσύνη;

Με σιγουριά θα απαντήσω ότι υπήρξαν δύο αφορμές, πριν από 30 και 28 χρόνια αντίστοιχα. Η πρώτη, το 1995, την περίοδο κατά την οποία συνέλεγα το υλικό για την Διπλωματική μου Διατριβή για το Μεταπτυχιακό στον Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Αθηνών που αφορούσε τα εγκλήματα ζηλοτυπίας. Μιλάμε για μια εποχή προ ίντερνετ, όπου όλη η δουλειά έπρεπε να γίνει σε βιβλιοθήκες, με χειρόγραφες σημειώσεις, κριτηριοποιήσεις και πίνακες χωρίς καμία βοήθεια και φυσικά με ίδια μέσα, χρόνο και κεφάλαια. Συνειδητοποίησα ότι σε περιπτώσεις ιδίως ανθρωποκτονιών, η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων μου έμοιαζε πρόχειρη, ελλιπής και γραφειοκρατική, μακριά από αυτά που έγραφαν τα βιβλία ότι πρέπει να συνιστούν την κατά το Σύνταγμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και με την ορμή της νεότητας σκέφτηκα «σκέψου τι προχειρότητα θα υπάρχει σε πιο απλές υποθέσεις».

Αργότερα, έμελλε να το ζήσω και να το επιβεβαιώσω και ως δικηγόρος αρκετές φορές. Η δεύτερη, μεταξύ 1997 και 2004, όταν συνειδητοποίησα ως νέος δικηγόρος πόσο άτεγκτο είναι το δικαστικό και μηντιακό σύστημα απέναντι σε έναν - δυστυχώς γι’ αυτόν πολύ αναγνωρίσιμο - ισοβίτη που ζητούσε την υφ’ όρων απόλυση του, έχοντας μηδενική πιθανότητα υποτροπής και όλες τις προϋποθέσεις του νόμου. Εκπομπές χωρίς την θέληση του, μαρκουτσοφόροι έξω από το σπίτι του, καταπάτηση κάθε δικαιώματος στην εικόνα και την αξιοπρέπεια. Δημαγωγία, μίσος. Μια συλλογική ανθρωποφαγική υποκρισία.

Εκεί λοιπόν, συνειδητοποιείς ότι ή θα αναμετρηθείς με ό,τι έχεις και δεν θα φοβηθείς, ή θα σκύψεις το κεφάλι και θα παίξεις το παιχνιδάκι. Έκανα το πρώτο.


  • Ως Δρ. Εγκληματολογίας και δικηγόρος, πώς ισορροπείτε ανάμεσα στη θεωρητική έρευνα και στην καθημερινή πρακτική του δικαστηρίου;

Δεν κάνω πλέον «θεωρητική έρευνα», ό,τι κι αν αυτό σημαίνει.

Στην χώρα μας σημειώνεται μια άκαμπτη απροθυμία των αρχών για να επιτρέψουν την πρόσβαση σε στοιχεία που να αξιοποιηθούν στην έρευνα για βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Για μένα αυτή είναι η μόνη σοβαρή έρευνα, τα υπόλοιπα είναι ενασχολήσεις μη νομικών. Το μόνο που έχουμε από στατιστικές είναι το τι καταγράφει ως εισροή καταγγελλόμενων και εξιχνιαζόμενων (δηλαδή σε πόσα βρίσκουν τον κατηγορούμενο) εγκλημάτων η ελληνική αστυνομία, για δικούς της λόγους.

Κανείς δεν ενδιαφέρεται να αφήσει τους εγκληματολόγους να καταγράψουν πόσες από τις καταγγελίες οδηγούν σε καταδίκη, πόσες σε αθώωση, πόσες παραγράφονται στην μακρά δικαστική πορεία λόγω ενός «σοφού» επιεικέστερου νόμου, σε περιπτώσεις αναγνωρίζεται ελαφρυντικό και τι επίπτωση έχει αυτό στο «τελικά βγαίνουν όλοι έξω». Οι περισσότερες έρευνες που βλέπουν το φως είναι ποιοτικού χαρακτήρα (λ.χ. συνεντεύξεις με γυναίκες που εκτίουν ποινές στις φυλακές), οι οποίες εκτός από ευαισθητοποίηση σε στενό κύκλο (λ.χ. πανεπιστημιακό, σεμιναριακό, για μια ημερίδα) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν με άλλον τρόπο, γιατί οι αρχές απεχθάνονται την πραγματικότητα που οι έρευνες μπορεί να αποκαλύψουν.

Η δικαιοσύνη απονέμεται με σκληρότητα στους φτωχούς, αυτούς που είναι εύκολο να πιαστούν και να κρατηθούν μέσα για πολύ. Το έγκλημα του λευκού κολλάρου θριαμβεύει και η κοινωνία, που υφίσταται στο κορμί της το οργανωμένο έγκλημα, την διάχυτη βιαιότητα και την έλλειψη κράτους, γίνεται όλο και πιο απεγνωσμένη και ζητά τις «απαντήσεις» σε εγκληματολόγους ή και σε χαρτομάντες.

Το να ασκείς το δικηγορικό λειτούργημα είναι δύσκολο στις μέρες μας περισσότερο από ποτέ. Το να είσαι μαχόμενος δικηγόρος είναι πολλαπλάσια επίπονο. Ελάχιστοι, ακόμη και απόφοιτοι νομικής, μπορούν να το αντέξουν. Όσο για το πόση επιστημοσύνη χωρά στην άσκηση του, η απάντηση μου θα είναι διαφορετική σήμερα απ’ ό,τι πριν 15 χρόνια. Παλιότερα ο δικαστής διάβαζε το γραπτό επιχείρημα, δεχόταν την προσκομιζόμενη επ’ ακροατήριο νομολογία. Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των αστικών αποφάσεων έχουν συμπτώματα ΑΙ με κοπυπαστιαίο εγκεφαλικό και οι ποινικές αποφάσεις έχουν αιτιολογία πρόχειρη, επιδερμική, γραμμένη με βιαστική χειρογραφή. Από την άλλη όμως υπάρχουν και κάποιοι λαμπροί εισαγγελείς και δικαστές που είναι αξιοθαύμαστα καταρτισμένοι επιστημονικά και που δίνουν με την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου το στίγμα σε όλο τον νομικό κόσμο.


  • Στα βιβλία σας, συχνά μπλέκετε την εγκληματολογία με τον πολιτισμό και τη μουσική. Πώς γεννήθηκε αυτή η σύνδεση;

Μετά από τέσσερα επιστημονικά βιβλία – το τελευταίο οι «Ανθρωποκτόνοι Κατ’ Εξακολούθηση και Κατά Συρροή – Το Ελληνικό Παράδειγμα» το 2013 - που ήταν το διδακτορικό μου - συνειδητοποίησα δύο πράγματα: Πρώτον, ότι πλέον δεν με ενδιαφέρει η οντολογική συζήτηση για το «κακό», για τον εγκληματία. Το «γιατί» έγινε με ενδιαφέρει μόνον για να ασχοληθώ με το πώς ο δράστης δεν θα ξεφεύγει. Η ζημιά που προκαλεί το έγκλημα είναι συντριπτική. Δεν πλήττεται μόνον το θύμα, διαλύεται όλος ο κοινωνικός ιστός γύρω του. Οπότε, για ποιο λόγο σαν οφθαλμολάγνοι ή πορνογράφοι να ασχολούμαστε με τον δράστη και τα άθλια πεπραγμένα του και να μην ασχολούμαστε με τα διδάγματα της εγκληματολογίας που τροφοδοτούν την πρόληψη και την δίκαιη τιμωρία; Δεύτερον, ότι ο πιο επιδραστικός τρόπος που βλέπω να μπορεί κανείς να το καταφέρει είναι μέσα από την ανάλυση των πολιτισμικών αναπαραστάσεων του εγκλήματος: λογοτεχνία, κινηματογράφος, μουσική, θέατρο και τα σημαινόμενά τους. Μέσα από εκεί μπορεί να απλοποιηθούν τα εγκληματολογικά ζητούμενα κάθε εποχής και μπορούν να γίνουν πιο προσβάσιμα.

Έχω διατελέσει άτυπος σύμβουλος σε δύο κινηματογραφικές ταινίες – μάλιστα η δεύτερη θα βγει μέσα στον χρόνο – και σε κάποια αστυνομικά μυθιστορήματα κι έχω διαπιστώσει αφενός πόσο ορισμένοι άνθρωποι της τέχνης έχουν αγνή επιθυμία να προσεγγίσουν την επιστημονική αλήθεια για το έγκλημα και να το αποτυπώσουν καλλιτεχνικά και πόσο άλλοι ενδιαφέρονται εντελώς επιδερμικά γι’ αυτό.

Όπου διαβάζετε σε αστυνομικό μυθιστόρημα «εμφανίστηκε μαζί με την δικηγόρο του στην αστυνομία και απάντησε σε ερωτήσεις», να ξέρετε ότι όσο διάσημο κι αν είναι το όνομα του συγγραφέα, πρόκειται για περίτρανα άσχετο με την ελληνική ποινική πραγματικότητα.

ree

  • Υπάρχει κάποια υπόθεση ή εμπειρία που σας ώθησε να γράψετε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο και θα θέλατε να μοιραστείτε την ιστορία πίσω από αυτό;

Συναντήθηκα μ’ έναν εκδότη πριν δύο περίπου χρόνια και προσπαθούσε να με πείσει ότι «με τόσα που ξέρω» και με «τόσα που έχω δει» από μένα θέλει ιστορίες με εγκλήματα. Του απάντησα ότι ποσώς με ενδιαφέρει να προστεθώ στην μακρά σειρά των αστυνομικογράφων, έχουμε πολλούς, καλούς, μέτριους και αντιγραφείς.

Έχω γράψει ήδη τρία μη νομικά βιβλία τα οποία έχω χαρεί αφάνταστα κι ευτυχώς αρκετός κόσμος με έχει κάνει να νιώσω ότι μοιράζεται την χαρά μου αυτή. Τα μη νομικά βιβλία μου (Dead Rockers Society, Σάμγουερ in 80sland και 30 Εισιτήρια) είναι υβριδικά: οπωσδήποτε αντλούν πρώτη ύλη από την προσωπική εμπειρία, έχουν όμως στέρεα και ελεγμένη ελεγμένη πραγματολογική βάση. Βασίζονται στο μοίρασμα φωτεινών αντανακλάσεων της τέχνης που ενώνει τους ανθρώπους: μουσικές, βιβλία, ταινίες, χαρακτήρες με αξίες και αρχές, που δεν λυγίζουν και αντέχουν να κάνουν την προσωπική τους υπέρβαση. Μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να γράψω μια συλλογή διηγημάτων με πρωταγωνιστές δικηγόρους. Πιθανόν όταν θα μου είναι αδιάφορο το αν θα κάνω εχθρούς.

ree
  • Υπάρχει κάποιο βιβλίο που θεωρείτε ότι θα μπορούσατε να πείτε ότι καθόρισε τον τρόπο που εσείς ο ίδιος αντιλαμβάνεστε το έγκλημα;

Το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να το έχει διαβάσει και να μην έχει συγκλονιστεί από την κατάδυση στην ψυχή του εγκληματία και την συντριβή του. Το «Ιστορία Δύο Πόλεων» του Ντίκενς για το πόσο εύπλαστη έννοια είναι το εγκλημα σε ταραχώδεις καιρούς, καθώς και για το αγωνιώδες φινάλε του. Οι «Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ, για τον μηχανισμό κατασκευής του ενόχου, το στίγμα του καταδίκου και την αδικία στην οποία βασίζεται. «Ο Ξένος» του Καμύ, με τον ήρωα μέχρι τέλους να μην παίζει το παιχνίδι της κοινωνίας και να προτιμά να πεθάνει.

Από ταινίες «Το Όνομα του Ρόδου» (βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Έκο) για το φιλοσοφικό του υπόβαθρο και την εντυπωσιακή, επιστημονική CSI εξιχνίαση κόντρα στις προκαταλήψεις. «Η Ετυμηγορία» του Σίντνεϋ Λιουμέτ, με τον Πωλ Νιούμαν και το «Δικαιοσύνη Για Όλους» του Νόρμαν Τζούϊσον με τον Άλ Πατσίνο είναι χωρίς υπερβολή οι δύο ταινίες που με έκαναν δικηγόρο για πάντα και ακόμη με εμπνέουν. Ενώ το «Καμιά Προσευχή για τους Μελλοθάνατους» των αδελφών Κοέν (βασισμένο κι αυτό στο μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ) αναδεικνύει με έναν ανεπανάληπτο τρόπο το παράλογο του κακού και το πώς οι άνθρωποι στέκονται απέναντί του.


  • Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται το τοπίο του εγκλήματος στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Υπάρχουν φαινόμενα που σας προβληματίζουν ιδιαίτερα;

Η ενδοοικογενειακή βία είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα σήμερα. Η γενετήσια παραβίαση ανηλίκων είναι το πλέον ατιμωτικό έγκλημα, καθώς στιγματίζει ζωές και κλείνει στόματα για πάντα. Νόμοι υπάρχουν, αυστηρές ποινές υπάρχουν, αλλά το σύστημα μας είναι υποστελεχωμένο, γραφειοκρατικό, όχι επαρκώς εξειδικευμένο και εν πολλοίς αδύναμο να επιτελέσει τα καθήκοντά του με επαγγελματισμό και ενσυναίσθηση. Η ανθρωποκτονία της Κυριακής Γρίβα είναι κλασικό παράδειγμα για όλη αυτή την συμπτωματολογία. 


  • Ποια πιστεύετε ότι είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο έγκλημα σήμερα;

Το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι ότι σε μεγάλο βαθμό δεν έχει μάθει να σέβεται την επιστήμη και είναι πρόθυμη να υποκύψει και να υιοθετήσει το εύκολο και το άκοπο σαν συμπέρασμα, σαν καθοδήγηση, σαν λύση, αρνούμενη ότι χωρίς τα κατάλληλα γνωστικά εργαλεία δεν μπορείς να ανοίγεις εύκολα το στόμα σου. Της είναι προτιμότερο να υιοθετήσει το τί της λέει η κυρά μας η μαμή Βασιλειάδου, παρά ο αυστηρός γιατρός Ορέστης Μακρής.

Σήμερα δηλώνουν εγκληματολόγοι πολλοί και διάφοροι. Άνθρωποι, ακόμη και επιστήμονες, που δεν γνωρίζουν τι θα πει κατηγορητήριο, δικογραφία, αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, δικαιώματα κατηγορουμένου, σκοπός της ποινής, δικαιώματα θύματος και πώς αυτά με κόπο και κόστος προστατεύονται, προστασία του ανηλίκου, υπεράσπιση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ευεργετική έκτιση ποινής, τήρηση περιοριστικών όρων. Άνθρωποι που αγνοούν (και μάλιστα το θεωρούν και άποψη ότι είναι σωστό να αγνοούν) τις τρομακτικές υλικοτεχνικές ελλείψεις και την συστημική απροθυμία να υπάρξει επιστημονικότητα στην αντεγκληματική πολιτική. Άνθρωποι που ανοίγουν το στόμα τους και αυτό που έχουν να εισφέρουν είναι ότι λ.χ. «στην Φιλανδία, όμως, μια έρευνα έδειξε…» και νομίζουν ότι αυτό αυτόματα μπορεί να σημαίνει το οτιδήποτε για την ελληνική πραγματικότητα. Άνθρωποι, πολλοί καθ’ όλα συμπαθείς, που η μόνη ιδέα που έχουν για το έγκλημα είναι το τι έχουν διαβάσει σε στατιστικές ξένων αρχών, στα βιβλία κάποιας σχολής που πολλές φορές δεν είναι καν ΑΕΙ ή κάποιοι που έχουν παρακολουθήσει «σεμινάρια» εγκληματολογίας. Παρεμπιπτόντως, μεγαλύτερο φιάσκο από το ότι ακόμη και η καταδικασθείσα για τρεις ανθρωποκτονίες παιδιών είχε παρακολουθήσει, αν είναι αλήθεια, γνωστό πανεπιστημιακό σεμινάριο με τίτλο «Στο Μυαλό του Δράστη» δεν μπορώ να θυμηθώ. Τώρα με το ΑΙ και το άνοιγμα της αγοράς των πανεπιστημίων θα μπορεί ο καθένας να αγοράσει ένα σεμινάριο ή και πτυχίο και να βγαίνει στην τηλεόραση και με ύφος πολλά βαρύ και να μας διανέμει την σοφία του.

Αντιλαμβάνομαι και αφουγκράζομαι την αγωνία του πολίτη, την ανάγκη του κόσμου – ειδικευμένου και μη – να εκλογικεύσει το έγκλημα από θέση «ειδικού» ή με τη βοήθεια διάφορων «γκουρού». Όμως είναι άλλο να σου αρέσουν τα θρίλερ ή να διαβάζεις αστυνομικά μυθιστορήματα, άλλο να συζητάς με τους φίλους σου μπροστά από την τηλεόραση για το «ποιος νομίζεις ότι το έκανε» και άλλο το να εγκληματολογούμε, για να παραφράσουμε και το αρχαίο ρητό, «μετ’ ευτελείας αλλά άνευ μαλακίας». Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για απαντήσεις, καθώς το έγκλημα έχει γίνει σκληρό, στυγερό και επί της ουσίας δεν υπάρχει παρά ελάχιστη πρόνοια ή αποκαταστατική ετοιμότητα της πολιτείας απέναντι σε αυτό. Όμως, οι απαντήσεις είναι δύσκολες, πολυπαραγοντικές και καταλήγουν σχεδόν πάντα στο ότι ο κρατικός μηχανισμός δεν δουλεύει σωστά, ενώ θα όφειλε και θα μπορούσε.


  • Ο ρόλος των ΜΜΕ και των social media: βοηθούν στη διαλεύκανση ή τελικά “θολώνουν” την εικόνα του εγκλήματος;

Υπάρχει η εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη που για 30 χρόνια έχει αποκαλύψει περίπου ισάριθμα εγκλήματα, που αλλιώς θα ενταφιάζονταν από αδιαφορία, ανικανότητα ή και διαφθορά. Πλην αυτής, σε ελάχιστες περιπτώσεις μπορεί κανείς να πει ότι έχουν βοηθήσει τα συμβατικά media στην αποκάλυψη εγκλημάτων. Για πολλά χρόνια οι εκπομπές λόγου ασχολούνταν με την αναπαραγωγή στερεοτύπων γύρω από το έγκλημα. Σήμερα, υπάρχει πραγματική πολυφωνία και η αλήθεια είναι ότι το έγκλημα συζητιέται, αναλύεται, υπάρχει πραγματική ευαισθησία και επαγρύπνηση για την ανάδειξη του πώς θα αντιμετωπιστεί, πώς δεν θα εξαπλωθεί σαν προτυποποιημένη συμπεριφορά σε μικρές ηλικίες.


  • Ποια είναι η μεγαλύτερη παρανόηση που συναντάτε γύρω από την εγκληματολογία στον δημόσιο λόγο;

Αρκετές φορές ο κόσμος θεωρεί ότι ο εγκληματολόγος είναι μια γοητευτική ιδιότητα μεταξύ παραψυχολόγου, μέντιουμ και πονηράκια Σέρλοκ Χολμς, που «κάτι θα ξέρει παραπάνω» για το «προφίλ» του δράστη.

Συνηθίζω να επισημαίνω ότι πιο ορθό είναι να μιλάμε για το…προφιτερόλ, παρά για το προφίλ. Το προφίλ του δράστη είναι κάτι το οποίο συνδέεται με βάσεις δεδομένων δεκαετιών και προσδιορίζεται ανά αδίκημα και τόπο, δεν είναι ψυχανέμισμα λες κι είναι κάποιος μάγος της φυλής και αποφαίνεται έχοντας μασήσει φύλλα πρώτα για το τι προκάλεσε το έγκλημα. Στην Ελλάδα τέτοιες βάσεις δεδομένων δεν υπάρχουν. Οπότε, κάθε φορά που βλέπω με ύφος βαθυστόχαστο ειδικούς κάθε είδους να μιλούν για το «προφίλ» του δράστη, ενώ παλιότερα θύμωνα, τώρα απλώς το διασκεδάζω.


  • Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο άνθρωπο που θέλει να ασχοληθεί σοβαρά με την εγκληματολογία ή την νομική επιστήμη;

Με την εγκληματολογία, να αλλάξει χώρα και να παραμείνει εκεί, γιατί αν επιστρέψει στην Ελλάδα, πολύ πιθανόν θα τοποθετηθεί σε κάποια φυλακή ή σε κάποιον ΟΤΑ να κάνει δουλειές γραφείου και να αφήνει γραφειοκράτες με ελάχιστη επιστημοσύνη να του δίνουν εντολές. Με την νομική, επειδή πιστεύω ότι παραμένει από τα ελάχιστα γνωστικά αντικείμενα που σου ανοίγουν τα μάτια και το μυαλό διάπλατα, να ασχοληθεί με όλη του την όρεξη με τα ειδικά αντικείμενα που μπορεί να ταιριάζουν στην προσωπικότητά του και να μην βλέπει πολλές σειρές με δικηγόρους, πιστεύοντας ότι η πραγματική ζωή είναι κάπως έτσι.


Σας ευχαριστώ για τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις και για την ευκαιρία της συνομιλίας μας.

Ευχαριστώ θερμά τον κ. Παναγιώτη Παπαϊωάννου για τον χρόνο και τη διάθεση του να μοιραστεί όσα έχει ζήσει και μάθει μαζί μας, ήταν πραγματικά τιμή μου.

Η ειλικρίνεια και η αμεσότητα του μας υπενθυμίζουν ότι η ουσία βρίσκεται στην γνώση, στην τεκμηρίωση και στην φωνή που μιλά με εμπειρία.


Σας ευχαριστώ που διαβάσετε μέχρι το τέλος!

Μείνετε συντονισμένοι για περισσότερες ενδιαφέρουσες συζητήσεις και αναλύσεις στον κόσμο της εγκληματολογίας.


Comments


Stay up to date with latest posts and news!

Thanks for subscribing!

bottom of page